- ψιχάλισμα
- το, Ν [ψιχαλίζει]η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιχάλισμα — το, ατος το να πέφτει ψιλή βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψέκασμα — το, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. ψεκασμός, ράντισμα μσν. ψιχάλισμα … Dictionary of Greek
ψεκασμός — ο, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. 1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή 2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα μσν. ψιχάλισμα … Dictionary of Greek
ψιχαλητό — το, Ν ψιχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek